θαυματοποιία — θαυματοποιίᾱ , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc/acc dual θαυματοποιίᾱ , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιίᾳ — θαυματοποιίαι , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc pl θαυματοποιίᾱͅ , θαυματοποιία conjuring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιία — η εκτέλεση θαυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματοποιίας — θαυματοποιίᾱς , θαυματοποιία conjuring fem acc pl θαυματοποιίᾱς , θαυματοποιία conjuring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιίαι — θαυματοποιία conjuring fem nom/voc pl θαυματοποιίᾱͅ , θαυματοποιία conjuring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιίαν — θαυματοποιίᾱν , θαυματοποιία conjuring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιιῶν — θαυματοποιία conjuring fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιίαις — θαυματοποιία conjuring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιικός — θαυματοποιικός, ή, όν (Α) [θαυματοποιός] 1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία 2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη) η θαυματοποιία … Dictionary of Greek
ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… … Dictionary of Greek